- θέμεθλον
- θέμεθλον, τό (AM)συν. στον πληθ. τά θέμεθλα1. βάσεις, έδρες, θεμέλια2. το κατώτατο ή το εσωτερικότατο και βαθύτατο μέρος κάποιου πράγματος («δώματα ναιετάουσιν ἐπ' ὠκεανοῖο θεμέθλοις», Ησίοδ)αρχ.φρ. «Ἄμμωνος θέμεθλα» — ναός τού Αμμωνος (Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. θεμός].
Dictionary of Greek. 2013.