θέμεθλον

θέμεθλον
θέμεθλον, τό (AM)
συν. στον πληθ. τά θέμεθλα
1. βάσεις, έδρες, θεμέλια
2. το κατώτατο ή το εσωτερικότατο και βαθύτατο μέρος κάποιου πράγματος («δώματα ναιετάουσιν ἐπ' ὠκεανοῖο θεμέθλοις», Ησίοδ)
αρχ.
φρ. «Ἄμμωνος θέμεθλα» — ναός τού Αμμωνος (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. θεμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θέμεθλον — θέμεθλα foundations neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιθέμεθλος — καλλιθέμεθλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμεθλος (< θέμεθλον «θεμέλιο»), πρβλ. υψι θέμεθλος, χαλκεο θέμεθλος] …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • υψιθέμεθλος — ον, ΜΑ αυτός που έχει βαθιά θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θέμεθλον «βάση» (πρβλ. καλλι θέμεθλος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοθέμεθλος — και χαλκεοθέμεθλος, ον, Μ αυτός που έχει χάλκινα θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + θέμεθλον «βάση, έδρα, θεμέλιο» (πρβλ. καλλι θέμεθλος, ὑψι θέμεθλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”